- θεατρινισμός
- ουπερβολική προσποίηση: Άφησε τους θεατρινισμούς και μίλησε ειλικρινά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θεατρινισμός — ο [θεατρίνος] προσποίηση, επιτηδευμένη στάση, υπερβολική υποκρισία … Dictionary of Greek
δογκιχωτισμός — και δονκιχωτισμός, ο 1. η τάση να μιμείται κανείς τον χαρακτήρα και τους τρόπους τού δον Κιχώτη 2. υπερβολικός ενθουσιασμός στην επίτευξη χιμαιρικών σκοπών 3. θεατρινισμός, επίδειξη ψεύτικης γενναιότητας 4. η τάση να ασχολείται κανείς και να… … Dictionary of Greek
καμποτινισμός — ο [καμποτίνος] η τάση να φαίνεται κάποιος ως σπουδαίος, να παίζει θέατρο σε βάρος κάποιου, θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία, απάτη … Dictionary of Greek
ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια … Dictionary of Greek
δονκιχοτισμός — ο φαντασιόπληκτη συμπεριφορά, χαρακτήρας όμοιος με του δον Κιχότη, μεγαλομανία, θεατρινισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεατρισμός — ο 1. δημόσια γελοιοποίηση, δημόσιος εμπαιγμός, διαπόμπευση. 2. θεατρινισμός (βλ. λ.). 3. παρακολούθηση θεατρικής παράστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμποτινισμός — ο (λ. γαλλ.), θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία: Δε σου πάει ο καμποτινισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)